- ἀγκυλόδους
- ἀγκῠλόδους, οντος, ὁ, ἡ,A crook-toothed, of a scimitar, Q.S.6.218; ἀ. χαλινοί, of anchors, Nonn.D.3.50.II barbed, AP6.176 (Maced.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγκυλόδους — ἀγκυλόδους ( οντος), ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει αγκύλα, κυρτά και στραβά δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + ὀδούς] … Dictionary of Greek
ἀγκυλόδοντα — ἀγκυλόδους crook toothed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκυλόδοντες — ἀγκυλόδους crook toothed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκυλόδοντι — ἀγκυλόδους crook toothed masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγκυλο- — από το επίθετο αγκύλος χρησιμοποιείται ως πρώτο συνθετικό σε πολλές σύνθετες λέξεις, όπως αγκυλοβλέφαρος, αγκυλόγλωσσος, αγκυλόδους, αγκυλοκοπώ, αγκυλομήτης κ.ά … Dictionary of Greek
αγκύλος — η, ο (Α ἀγκύλος, η, ον) κυρτός, καμπύλος, γαμψός αρχ. 1. (για το ύφος τού λόγου) α) στρυφνός, περίπλοκος β) σαφής, λιτός 2. πονηρός, πανούργος 3. αρπακτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη ρίζα *ἀγκ όπως και τα αγκάλη, αγκύλη, άγκυρα. ΠΑΡ. αρχ. ἀγκυλοῡμαι,… … Dictionary of Greek
οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… … Dictionary of Greek